βουλήσεις

βουλήσεις
βούλησις
willing
fem nom/voc pl (attic epic)
βούλησις
willing
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δημόσιο δίκαιο — Το σύνολο των κανόνων που συνιστούν τον νομικό αυτοπεριορισμό της κρατικής εξουσίας σε σχέση με τους πολίτες της, με τους διαφόρους οργανισμούς (νομικά πρόσωπα κλπ.), με τα άλλα κράτη, καθώς επίσης και με την οργάνωση της ίδιας της άσκησης της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”